- καταντλώ
- καταντλῶ, -έω (AM)1. χύνω άφθονο νερό ή υγρό πάνω σε κάποιο αντικείμενο, περιλούω2. κατακλύζω με φλυαρία, φλυαρώ ακατάσχετα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταντλῶ — καταντλέω pour pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταντλέω pour pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταντλέω pour pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταντλέω pour pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή … Dictionary of Greek
κατάντλημα — κατάντλημα, τὸ (Α) [καταντλώ] 1. λουτρό 2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα … Dictionary of Greek
κατάντλησις — κατάντλησις, ἡ (Α) [καταντλώ] η επίχυση άφθονου ύδατος … Dictionary of Greek
καταντλητικός — καταντλητικός, ή, όν (Α) [καταντλώ] αυτός που αναφέρεται στην κατάντληση … Dictionary of Greek
προκαταντλώ — έω, Α αντλώ ή χύνω τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταντλῶ «χύνω, περιλούω»] … Dictionary of Greek